ορσοθύρα

ορσοθύρα
η (Α ὀρσοθύρα και ὀρσοθύρη)
νεοελλ.
η μη κύρια, η μη κεντρική θύρα τού σπιτιού, η πόρτα τής υπηρεσίας, το παραπόρτι
αρχ.
θύρα που βρισκόταν ψηλά και στην οποία έφτανε κανείς με σκάλες και ιδίως η πόρτα που βρισκόταν στο πίσω μέρος τού δεξιού τοίχου τού μεγάρου τών ανδρών και οδηγούσε σε στενή δίοδο, σε διάδρομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὀρσοθύρα έχει χρησιμοποιηθεί με δύο διαφορετικές σημασίες. Σύμφωνα με την επικρατέστερη σημ. «πόρτα που βρισκόταν στο πίσω μέρος τού μεγάρου», θεωρήθηκε σύνθ. με α' συνθετικό ὀρσο- (βλ. λ. όρρος) + θύρα. Κατ' άλλους όμως ερμηνευτές, η λ. είχε τη σημ. «πόρτα που βρισκόταν σε υψηλό επίπεδο» και το α' συνθετικό της συνδέθηκε με τα αρχ. ινδ. rsva- «ύψος», vars-man- «άκρο, κορυφή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὀρσοθύρα — ὀρσοθύρᾱ , ὀρσοθύρη a door high up in the wall fem nom/voc/acc dual ὀρσοθύρᾱ , ὀρσοθύρη a door high up in the wall fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρσοθύραν — ὀρσοθύρᾱν , ὀρσοθύρη a door high up in the wall fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • er-3 : or- : r- —     er 3 : or : r     English meaning: to move *stir, animate, fight, struggle, rise; to spring up, be born     Deutsche Übersetzung: ‘sich in Bewegung setzen, erregen (also seelisch, ärgern, stir, tease, irritate); in die Höhe bringen (Erhebung …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”