- ορσοθύρα
- η (Α ὀρσοθύρα και ὀρσοθύρη)νεοελλ.η μη κύρια, η μη κεντρική θύρα τού σπιτιού, η πόρτα τής υπηρεσίας, το παραπόρτιαρχ.θύρα που βρισκόταν ψηλά και στην οποία έφτανε κανείς με σκάλες και ιδίως η πόρτα που βρισκόταν στο πίσω μέρος τού δεξιού τοίχου τού μεγάρου τών ανδρών και οδηγούσε σε στενή δίοδο, σε διάδρομο.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὀρσοθύρα έχει χρησιμοποιηθεί με δύο διαφορετικές σημασίες. Σύμφωνα με την επικρατέστερη σημ. «πόρτα που βρισκόταν στο πίσω μέρος τού μεγάρου», θεωρήθηκε σύνθ. με α' συνθετικό ὀρσο- (βλ. λ. όρρος) + θύρα. Κατ' άλλους όμως ερμηνευτές, η λ. είχε τη σημ. «πόρτα που βρισκόταν σε υψηλό επίπεδο» και το α' συνθετικό της συνδέθηκε με τα αρχ. ινδ. rsva- «ύψος», vars-man- «άκρο, κορυφή»].
Dictionary of Greek. 2013.